ἔμπλεως

ἔμπλεως
ἔμπλεω̆ς , ἔμπλεος
quite full of
adverbial
ἔμπλεω̆ς , ἔμπλεος
quite full of
masc/fem nom pl
ἔμπλεω̆ς , ἔμπλεος
quite full of
masc/fem nom/voc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • έμπλεος — α, ο (AM ἔμπλεος, α, ον Α και ἔμπλεως, ω και ἐνίπλειος, ἔμπλειος και ἐνίπλειος, η, ον 1. υπερπλήρης, εντελώς γεμάτος 2. (για πρόσ.) αυτός που έχει προσόν ή συναίσθημα σε μεγάλο βαθμό ή ποσότητα αρχ. φρ. «ἔμπλεος ἀσκός» παραφουσκωμένος από εγωισμό …   Dictionary of Greek

  • ενίπλειος — ἐνίπλειος, ον και ἐνίπλειος, η, ον επικ. τ. τοὺ ἔμπλεος*, έμπλεως* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”